- ολιγογράφος
- -ο1. αυτός που γράφει ή έγραψε λίγα2. αυτός που έχει μικρή συγγραφική δραστηριότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
Αμπάτης, Γεράσιμος — (Κεφαλονιά 1906 – Αθήνα 1972). Ποιητής και πεζογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και το 1930 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο Μια… … Dictionary of Greek
Ασώπιος — Επώνυμο οικογενείας λογίων. 1. Ειρηναίος (Κέρκυρα 1825 – Αθήνα 1905). Λόγιος και δημοσιογράφος. Γιος του Κωνσταντίνου Α. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και στη συνέχεια ιατρικής… … Dictionary of Greek
Ζαχαριάδης, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – Λοζάνη 1922). Κριτικός και δημοσιογράφος. Ο Ζ. συμπεριλαμβάνεται στους πρώτους γνήσιους κριτικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αν και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Κρήτη, όπου… … Dictionary of Greek